Για φιλαναγνωστες και παιδια που ρωτανε

ΟΙ ΦΡΑΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΑ ΝΤΙΝΑΣ

Απότομα ήρθαν η αναστολή εργασίας και η απομάκρυνση από τα ¨εγκόσμια¨. Νέα κωδικοποιημένη μορφή προσέγγισης στην καθημερινότητά μου, είμαι 35.

Στην αρχή σκεφτόμουν δύσκολα και αρνητικά, μετά αναζητούσα έξυπνες λύσεις ή έψαχνα θεραπεία για την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια που εμφανίστηκαν απρόσκλητες. Η έκφραση και το μοίρασμα των συναισθημάτων έπρεπε να γίνουν με κοινωνική… απόσταση.

Μέχρι τώρα το κέντρο του κόσμου ήμουν εγώ και η ρουτίνα μου, πάντα βιαστικές.

Μετά από αρκετές μέρες, μπροστά σε οθόνες, βγήκα επιτέλους. Κωδικός 6! Πρώτη σκέψη…, «περιμένοντας τον Γκοντό», «τίποτα δε συμβαίνει, κανένας δεν έρχεται, κανένας δεν πηγαίνει, είναι τρομερό».

Περίεργο, εκεί έξω πρόσεξα την κυρά Ντίνα, έφτανε τα 70. Συστηθήκαμε στο δρόμο, παραλίγο να της ρίξω τις σακούλες, στρίβοντας στη γωνία, χωρίς λόγο, πάλι βιαστικά.  

«Ντίνα με λένε… γιατί φοράς μάσκα τόσο ωραία μέρα;» ρώτησε. Δέχτηκε με χαμόγελο τη βοήθειά μου για τις σακούλες, που κουβαλούσε. Πήρα τις φράουλες, ήταν πολλές. Η ενσυναίσθηση και η «κόσμια» συμπεριφορά των ημερών της καραντίνας, βλέπεις…

«Πρόσεξε!» είπε. «Απαλά… . Είναι ευαίσθητο φρούτο, είναι στην εποχή τους, τις διάλεξα μία-μία … πρέπει να είναι γερές για τη μαρμελάδα.» «Η φράουλα βγάζει στη μαρμελάδα τις μυρωδιές της, όταν κλειστεί μέσα.» Είπε με νόημα.

Περπατούσαμε με την ¨σωστή¨ απόσταση.

«Εκεί θα τακτοποιήσει τα αρώματά της», συνέχισε. «Στο βάζο θα δέσει με τα υλικά. Από σένα και τη συνταγή σου εξαρτάται. Όταν ανοίξεις το βάζο και τη γευτείς, θα σου ξανασυστηθεί. Θα σου δώσει τη γεύση που είχες στο μυαλό σου, την καλή σου πρόθεση. Να δεις που και μείς θα βγούμε αλλαγμένοι, οφείλουμε να ξανασυστηθούμε.»

Η κυρά Ντίνα ήταν δραστήρια και αυθόρμητη, καλημεριζόταν με όλους στα μπαλκόνια. Η κοινωνικότητα και η έλλειψη μάσκας την κατατάσσουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου σκέφτηκα φευγαλέα, πάλι από τη δικιά μου καραντίνα. Μα, πως δεν την είχα προσέξει στη γειτονιά!

Τις επόμενες ημέρες, με κάθε «μετακίνηση» που ζητούσα, συμμετείχα όλο και πιο ενεργά στην «Καλημέρα», που ακούγεται εκεί έξω. Ο μοναχικός χρόνος με έκανε και πρόσεχα τα απλά στους δεσμούς και στην κοινωνικότητά μου.

Ξανασυναντηθήκαμε πάλι, τυχαία.

«Πως πήγε η μαρμελάδα;» ρώτησα. «Κυκλοφορείς χωρίς τη μάσκα!»  μου είπε. «Αύριο επιστρέφω μετά από μέρες στη δουλειά», είπα. «Θα σου φέρω αύριο ένα βαζάκι μαρμελάδα φράουλα».

Αποφάσισα να γράψω, σε ημερολόγιο, αυτές τις καινούργιες μέρες κάτι σαν βιολογική ανάγκη που υπάρχω… αλλιώς.

© Απρίλης 2020 “Ημερολόγιο καραντίνας”

ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ

Έτρεξε πιο γρήγορα αυτή τη φορά, ο Κuba, ο ιππόκαμπος, …  στα τρία σομόν μαργαριτάρια, την Κalea,  την Lahela και την Luana.

Ήξερε ότι σέβονταν το λόγο του. Τις έβλεπε, από μικρές,  πως κοίταζαν εντυπωσιασμένες το φως της Πανσελήνου, όταν άνοιγε το στρείδι –  σπίτι τους –  ορθάνοικτα τη στιλπνή του πόρτα.

Τώρα όμως, και οι τρεις με μια φωνή, πιο τσιριχτή και ανήσυχη, ήταν βέβαιες! ‘’Αυτό το φως δεν είναι η Πανσέληνος αλλά το γυαλί του δύτη … που θα μας πάρει μακριά απ’ το στρείδι …’’

‘’ Μα…, σας το έλεγα… από μικρές…’’, φώναζε δυνατά ο ιππόκαμπος. ’’ Δε θα πεθάνετε! Μη φοβάστε,…! Ποτέ δε πεθαίνουν τα μαργαριτάρια! Ποτέ δεν πετάνε τα μαργαριτάρια! Τα μαργαριτάρια ταξιδεύουν με την καρδιά αυτού που τα φοράει, βλέπουν και ακούν μαζί του, νοιώθουν, συντροφεύουν, αναζητούν, αντιλαμβάνονται και αποδέχονται… ζουν ελεύθερα… και συνεχίζουν , με τα παιδιά του και με τα παιδιά των παιδιών του….

Δεν πεθαίνουν, γιατί δεν πετιούνται ποτέ… !!! ’’      

 © 20.4.2019                                                 

ΠΡΟΣΕΧΕ   ΤΟ   BLEU … !

Η ομίχλη έχει  υγρή υφή, σκεπάζει το χρόνο και κάνει το πραγματικό με το μη πραγματικό ένα. Όταν είσαι μέσα σε αυτή τη γκρίζα ζώνη, κατανοείς την ισορροπία και τους μηχανισμούς της ύπαρξής σου. Μέσα στην ομίχλη, ο χρόνος που δεν του αρέσει καθόλου να φαίνεται, ξετυλίγει μυστικά, αλήθειες και ψέματα, κουβάρια πολύχρωμων νημάτων μπερδεμένα. Τα χρώματα δεν παίζουν πλέον ρόλο, επειδή η μοναδική της υγρή ικανότητα τα κάνει άχρωμα και αόρατα…

« Πρόσεχε το μπλε! » « Το νου σου, είναι επικίνδυνο ! »

Η ομίχλη δεν είχε φροντίσει μόνο στην ανάμιξη της ορατότητας και του ήχου, αλλά είχε συμφωνήσει και με το χρόνο να εξαφανίσει μαγικά κάθε σημείο αναφοράς του.

«Χσσςς ΧΧσσςςς Χρσσςς» « Χσσσςς ζνταπππ ταπ ταπ χσζσζς », ήχος απόκοσμος. Ίδιος ακριβώς εδώ και ώρα. Ένα σούρσιμο που άλλοτε νόμιζες ότι κάποιος έσερνε τα πόδια του σε φύλλα, κουβαλώντας κάτι βαρύ, άλλοτε νόμιζες , μέσα στη ομίχλη, οτι πέφτει άτονα ένα ανθρώπινο άκρο σε ξύλινο πάτωμα , πάλι απ αυτόν που το κουβαλούσε τόση ώρα …«Χσσςς ΧΧσσςςς Χρσσςς» « Χσσσςς ζνταπππ ταπ ταπ χσζσζς ».

« Το νου σου στο μπλε, είναι επικίνδυνο ! » ξανακούστηκε ανήσυχη  η φωνή του Ριόσι.

Πάνω στο πολύχρωμο κέδρινο σκαρί, που ο ίδιος είχε δουλέψει με τους καρβουνομαραγκούς την ναυπήγησή του , είχε απολύτως τα απαραίτητα. Ο Γιουότο ήταν ‘’ένα’’ απ τα απαραίτητα. Παιδί πρόθυμο , δυνατό, σεβαστό και υπάκουο.

Αρκετά έξυπνο, που μάθαινε γρήγορα και ήθελε να μάθει κ άλλα. Οκτώ χρόνια ήταν μαζί με τον Ριόσι. Είχε μάθει ο ένας απ τον άλλον πολλά και είχαν δει περισσότερα.

Μέσα στην ομίχλη τράβαγαν ρυθμικά τα δίχτυα…, ίδιος ήχος…. σούρσιμο στην κουπαστή. Κάθε γδούπος σήμαινε ψάρι που άφηνε  στο ξύλο της βάρκας, μονότονα  τα κιλά του.

« Έχε το νου σου!» ξανακούστηκε ο Ριόσι.

Πολλές φορές, μέσα στην ομίχλη, φάνταζε στον Γιουότο , ότι μίλαγε ένας άλλος  Ριόσι, ίδιος όμως με τον ψαρά Ριόσι, λες και ήταν τρεις πάνω στη βάρκα. Ο χρόνος ξετύλιγε μυστικά τα μυστικά τους.

Ο Ριόσι προστατευτικός, είχε άριστη χρήση των ενστίκτων του, ακόμα καλύτερα τώρα , στην ομίχλη. Κάθε προαίσθημά του ήταν διαθέσιμο σε κάθε στιγμή.

« Πρόσεχε το μπλε! »

« Το νου σου, είναι επικίνδυνο ! » ξαναείπε.

Δε θα λέγαμε ότι αντιλαμβανόταν την πραγματικότητα με κάποιον τρόπο, αλλά του άρεσε να μπλέκει τις εικόνες τους πάνω στη δουλειά έτσι, που επιβεβαιωνόταν η σοφία του. Πράγματα μη αντιληπτά στον Γιουότο , ενεργοποιούσαν άμεσα τις κινήσεις και τα λόγια του Ριόσι και η αμφιβολία  γύρναγε, με μιας,  σε σιγουριά.

« Όταν δεις το Μπλέ , μη το πιάσεις! … Φαίνεται, στην ομίχλη…., μη παρασυρθείς από το χρώμα , δεν είναι όπως το κέντημα στο kosode της Α ιμί!  Αυτή θα σε παρασύρει για τη νύχτα σου. Ούτε όπως αυτός  με τα μπλε γένια στη γαλλική αφίσα του τσίρκο στο μπαρ. »

« Αυτό θα σε σκοτώσει!» είπε ο Ριόσι.

Εκείνη τη στιγμή μέσα στην ομίχλη έγιναν όλα μπλε. Μια φωτεινή ενέργεια που ανέδιδε ευχαρίστηση, αρμονία και ηρεμία… όλα αυτά ανέβηκαν με τα δίχτυα πάνω στη βάρκα….. Το Μπλε.

Ένα μικρό μπλε χταπόδι που τα μοναδικά του χρώματα προδιάθεταν μέσα στην ομίχλη να το πιάσεις. Να αισθανθείς την υφή αυτής της φωτεινότητας.

Ο Γιουότο είχε μάθει πολλά από τον Ριόσι, το μέλλον φαινόταν βιωμένο. Με μια γρήγορη κίνηση και τον κουβά στο χέρι έστειλε το μπλε χταπόδι πάλι στο νερό. Μόνο αυτό φάνηκε στην ομίχλη, στα νερά του κόλπου και ήταν επικίνδυνο και δηλητηριώδες…

© 15.5.2019

Ο Μπελάς του φόβου

Η σημερινή νευρικότητα και ο φόβος μιας κατάρρευσης του ψευδομοτίβου    « κι ακόμα δεν άνοιξαν τα σχολεία….τςτςτς » δεν οφειλόταν στο ότι σήμερα ήταν ο αγιασμός… « Και έχει κοπεί και το ρεύμα… τςτςτς …», ούτε που επειδή κάποιοι έψαχναν να βρουν,  «… οπωσδήποτε! », νευρικά και φοβισμένα το παλιό κουδούνι.

« Να χτυπήσει επιτέλους ! »

Το κουδούνι αυτό, που μοιάζει με μικρή καμπάνα.

« Που το χαν στα δικαστήρια…ντε…»  

«… υπάρχει τέτοιο; … mon Dieu τςτςτς… »

Δεν ένοιαζε ούτε πούχε ξεσπάσει ένα πραγματικό κυνηγητό παντού, με όλα τα ολόφρεσκα, καλοκαιρινά και δυνατότερα ουρλιαχτά της χρονιάς, της Βασούλας , της Μιμής, του Νικόλα, … και πολλών γνωστών… άλλων, και επιπέδου spider man vs cat woman. Δε πείραζε καθόλου που ο κυρ. Βασίλης  – ο επιστάτης-  είχε σήμερα αυτό το χαμόγελο της μακάριας απραξίας. Απλά δεν κουνιόταν! Στον αγιασμό, έτσι και αλλιώς, θα μιλούσαν οι Σύσσωμοι  και θα άκουγε για Χ φορά λόγους και λογύδρια επιπέδου …      « …. το σκολειό ως θεσμοθετημένη έκφραση παιδείας  στοχεύει όχι μόνο στην παροχή γνώσεων και εφοδίων , ασκεί παράλληλα την εκπαιδευτική και παιδευτική λειτουργία…. », ούτε πάλι απασχόλησε, που γονείς και παιδιά θα ταυτίζονταν επιτέλους – ίσως για μοναδική φορά – και θα διαπίστωναν μαζί, πλάι – πλάι … Κενά,  …………………….. !  …………………! ………………………..! ………………!

« Πάλι καινούργιες μας έφεραν …., είδες την καινούργια αναπληρώτρια; Πφφφ…ουαAA …. » . « Η Αγγλικού είναι, ήταν και πέρσι! »

Δεν ένοιαζαν ούτε τα χαρτάκια που είχε γεμίσει το προαύλιο – πολλοί είχαν γλιστρήσει επικίνδυνα – τόσα πολλά ήταν !

« Δε γράφουν και κάτι… »

Η πρωινή νευρικότητα οφειλόταν στο δέντρο στη μέση του προαυλίου. Ήταν ξερό ή φαινόταν τέτοιο, και χαλούσε αυτή τη μοναδική εικόνα του ψευδομοτίβου.

« Θεόξερο » . « Ούτε ένα φύλλο » . « Καλά δε το δαν… τςτςτς » ….

« Μα και πέρσι έτσι ήταν…».

« Και αυτές οι καρακάξες στα ξερά του κλαδιά ….»!

« Μα δεν φοβούνται; Κοίτα τις, … Ξςς ξσσξξσξσσς …».

« Δεν είχατε δεί που είχαν φτιάξει και φωλιά; Ο κυρ Βασίλης τη χάλασε λίγο πριν τις διακοπές…».

Είχε πάει 9.40 και ακόμα να βρεθεί το προαύλιο και η επισκέπτες του στην κανονικότητα της πρώτης ημέρας του ψευδομοτίβου. Όλοι και όλες  έκαναν σαν παλαβοί, αγνοώντας – τάχα-  , μπροστά στα παιδιά, το φόβο και την αδυναμία τους να δώσουν λύση, ως ΄΄μεγάλοι΄΄ στο πρόβλημα. Έκαναν σαν ανεύθυνα μικρά παιδιά, μόνο που δεν ήταν… και αυτό ήταν τρομερά διασκεδαστικό στα μάτια των μαθητών των μεγαλύτερων τάξεων και όχι μόνο, αν βάλουμε και τα μικρά, που με πσου πσου πσου με τα τέσσερα δαχτυλάκια, ερμητικά ενωμένα και τεντωμένα σαν βεντάλια, που στράβωναν μπροστά στ΄ αυτί αυτών που άκουγαν ξεκαρδισμένοι…,  ψιθύριζαν.

« Μα δεν πρόκειται για το ρεύμα, θάρθει, ειδοποίησαν…», …

« Αυτό το ξερό δένδρο είναι το πρόβλημα! »  « Αυτό; »

« Οι καρακάξες… ακόμα εκεί είναι…»,

« Κακό feng shui, … όλα μαζί… το ένα φέρνει τα άλλο… Γρουσουζιά!»

Παρόλα αυτά, τα παιδιά το χαιρόντουσαν μοναδικά. Τα διστακτικά, στην αρχή,  πρωτάκια κοινωνικοποιήθηκαν τόσο γρήγορα, που δε χρειαζόταν καμιά άλλη παρέμβαση στο χωρισμό τους αργότερα σε τμήματα, παρά τα ανήσυχα , ψιθυριστά ακόμη, ΄΄ καλοπροαίρετα΄΄ όμως, σχόλια των γιαγιάδων.

« Μα, γιατί δεν κάνουν τον αγιασμό; Πα, πα, πα ….τι γκαντεμιά φέτος.»

«Αφού κάπως έτσι ήταν και πέρυσι και πρόπερσι.»

«Μα τι λέτε; Που το είδατε;»

Αυτή η πρωτόγνωρη κινητικότητα, για τους νέους – στο σχολείο –… γονείς, ή κανονικότητα για τους πιο παλιούς είχε παρατραβήξει χρονικά.

« Έχουμε και δουλειές… δε θα μας πάρει κι η νύχτα…»

« Ναι, ας μη γίνει ο αγιασμός….»  «Ας έρθουμε πάλι αύριο.»

« Μα τι λέτε;……»

Τότε ήταν, που βρέθηκε το παλιό κουδούνι, αυτό που μοιάζει με καμπάνα…   « Μon Dieu ! » και άρχισε να το χτυπάει έντονα μια δασκάλα. Μα ο θόρυβος, οι συζητήσεις , τα σχόλια και τα παιδικά γέλια συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση. Σαν ο ήχος του να προερχόταν από άλλη ηχητική συχνότητα και να τον έκανε μη αντιληπτό, δίνοντας καινούργιο καύσιμο στην οχλαγωγία που συνεχιζόταν αμείωτη. Οι καρακάξες δε…, στον ήχο του κουδουνιού, ξεκίνησαν ένα συνεχές κρώξιμο που ανακατεμένο με την τσιριχτή φωνή της δασκάλας νόμιζες ότι ήταν και αυτή μια από αυτές. Τα παιδιά είχαν ξεκαρδιστεί. Δύο δασκάλες καθισμένες σε μια άκρη προσπαθούσαν να ηρεμήσουν με αυτά που γίνονταν γύρω τους.

Μόνο ο κυρ Βασίλης πρόσεξε το μικρό άσπρο φορτηγό, που σταμάτησε στην πόρτα του σχολείου, < Ηλεκτρολογικά Παπανούτσος > έγραφε στο πλάι. Χαμογέλασε, ήταν ο μόνος που τον αναγνώρισε και τον υποδέχτηκε, τόσα χρόνια στο ίδιο πόστο γνώριζε ποιος θα επανέφερε τελικά την τάξη σήμερα, θα λειτουργούσε  κανονικά το κουδούνι και θα έδιωχνε τις καρακάξες.

Τον ηλεκτρολόγο τον είδαν και τα μεγαλύτερα παιδιά και τον ακολούθησαν. Μόλις επανήλθε το ρεύμα και χτύπησε το κουδούνι, οι καρακάξες φοβήθηκαν και πέταξαν μακριά. Απ το μικρόφωνο ακούστηκαν λόγια βραχνιασμένα που δε συνεχίστηκαν, αφού ξανά άρχιζαν από κάτω τα γέλια. Κάποιος απ τους Σύσσωμους υποσχέθηκε ότι το δένδρο θα κοβόταν, όμως τα παιδιά με ένα ομαδικό ΟΧΙ τον σταμάτησαν.

« Το δένδρο δεν είναι ξερό! » του φώναξαν.

« Ήταν πάντα στο σχολείο ! » του είπαν.

« Το δένδρο έχει ρίζες είναι ακόμα ζωντανό. Μόνο τα κλαριά του δεν έχουν φύλλα.» φώναξαν άλλα παιδιά.

«Θα του κρεμάσουμε εμείς στολίδια και θα το φροντίσουμε μέχρι να βγάλει φύλλα.» υποσχέθηκαν.

Ο Σύσσωμος για να φανεί καλός στα παιδιά και αφού έδειχναν ότι δεν θα επέτρεπαν σε κανέναν να ακουμπήσει το δένδρο, δήλωσε από το μικρόφωνο για να το ακούσουν όλοι, ότι δεν θα πείραζε το δένδρο. Πολλοί παρατήρησαν ότι τα χαρτιά στο προαύλιο έγραφαν λόγια για τη φύση και το περιβάλλον και το πόσο σημαντικά είναι για τον άνθρωπο .

« Περίεργο, μα δεν είχα προσέξει προηγουμένως να γράφουν κάτι….» …

« Τελικά δεν κατάλαβα… έγινε αγιασμός;… »     

« Για να φύγουν οι καρακάξεςΜάλλον ! » « Μπα, … μάλλον ο ηλεκτρολόγος έκανε τη δουλειά….! » 

© 24.5.2019

     

ΤΕΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1207 πΧ

28η Οκτωβρίου 1207πΧ. Θάλασσα του Κρόνου και της Ρέας ( Ιόνιος Πόρος )

Από τα μεσάνυχτα μέχρι τη χαραυγή της 28ης Οκτωβρίου, η βροχή διαττόντων ήταν ότι πιο μαγευτικό συνέβαινε στον ουρανό στο σμήνος των Πλειάδων. Όλο το βράδυ έπεφταν απαλά φωτεινές ουράνιες σταγόνες. Έμοιαζαν με πούπουλα περιστεριών που ακουμπούσαν ήσυχα το πέλαγος στον ορίζοντα, ενώ το ήρεμο αεράκι φούσκωνε τα πανιά τόσο, όσο χρειαζόταν, ώστε η πορεία του ξύλινου σκαριού να μη χαλάει τη γαλήνη της νύχτας και την περισυλλογή  των ανθρώπων πάνω στο κατάστρωμά του. Σε δύο μέρες θα ξεκινούσε η μεγάλη γιορτή όπου όλοι οι κάτοικοι της χώρας και πολλών γύρω περιοχών θα ήταν εκεί. Θα χάρασσε όταν θα πιαναν στον αμμουδερό κόλπο.

Πρωινά αρώματα κυπαρισσιού, πεύκου μαζί με λουίζα, μελισσόχορτο και γλυκόριζα ανακατεύτηκαν με το σούρσιμο του ξύλου στη μαλακή άμμο. Ο Τηλέμαχος πήδηξε από την κουπαστή πάνω στη νοτισμένη, από την πρωινή δροσιά, αμμουδιά. Είχε φτάσει στην Ιθάκη του, ανάπνευσε τη μυρωδιά των βρεγμένων ξερών χόρτων. Το βλέμμα του πήγε στο μαντρί στα ριζά του αιωνόβιου πλάτανου στο λόφο στη μέση της κοιλάδας. Θα πήγαινε στον Εύμαιο να του πει ότι είχε μάθει. Ένα κοράκι έκρωξε από πάνω του, σήκωσε το βλέμμα  χαμογέλασε για το καλό σημάδι. Ήταν ήρεμος και αισιόδοξος, μεθαύριο θα θυσίαζε 100 βόδια στον Απόλλωνα που γιόρταζε. Θα μίλαγε και στον λαό που θα ήταν εκεί. Οι συμβουλές του Νέστωρα και η αισιοδοξία του Μενέλαου τον είχαν ενθαρρύνει. Αυτά ήθελε να τα μοιραστεί πρώτα με δικούς του ανθρώπους. Ο Εύμαιος και ο Φιλοίτιος ήταν δύο από αυτούς και θα τους έβρισκε στο μαντρί. Εξ άλλου θα είχαν δει πρώτοι το πανί που πλησίαζε. Με αυτές τις σκέψεις και τα αρώματα της φύσης πήρε την ανηφόρα ενώ οι δικοί του έδεναν το καράβι και κατέβαζαν στην άμμο τα πράγματα και τα δώρα που είχαν δεχτεί στην Πύλο και στη Σπάρτη.

Φτάνοντας στο λόφο φώναξε, « Εύμαιε, Φιλοίτιε εγώ είμαι ο Τηλέμαχος, γύρισα ». Πέρασε το κατώφλι της καλύβας και στο ημίφως του ευρύχωρου δωματίου είδε τρεις άντρες να συνομιλούν χωρίς να γυρίσουν το κεφάλι σε αυτόν.

« Ευμ.., τι,;…  μα… ποιος είναι ο ξένος ανάμεσά σας; » , ρώτησε ο Τηλέμαχος. Τότε σηκώθηκαν ο χοιροβοσκός και ο πιστός Φιλοίτιος με βουρκωμένα μάτια και του είπαν με μια φωνή τρεμάμενη. « Ο πατέρας σου, ο Οδυσσέας. Έφτασε μετά από τόσο καιρό στην Ιθάκη του ». Ο Τηλέμαχος ακίνητος κοίταζε τον άνδρα που είχε τα ίδια μάτια με αυτόν, την ίδια αυστηρότητα στη στάση του και έναν γνώριμο , σε αυτόν, τρόπο που κοίταζε βαθειά τον άνθρωπο που στεκόταν αντίκρυ του. Ξανακούστηκε το κρώξιμο από ένα κοράκι. Καλό σημάδι, σκέφτηκε φευγαλέα, ο Απόλλωνας είναι εδώ μαζί μας, μόνο που δεν τολμούσε να πει κάτι. Ο ‘’ ξένος ‘’ δεν είχε σαλέψει απ τη θέση του. Ο Εύμαιος και ο Φιλοίτιος ζύγωσαν το γιό του άρχοντά τους και ψιθυριστά του είπαν.                « Σας αφήνουμε να τα πείτε , έχετε να πείτε πολλά οι δύο σας, θα είμαστε δίπλα στον αχυρώνα ». Οι δύο άντρες, πατέρας και γιός, έμειναν μόνοι να κουβεντιάσουν για πρώτη φορά, να εξηγηθούν, να γνωριστούν και να μάθουν ο ένας τον άλλο.

Η μέρα πέρασε γρήγορα με τις δουλειές στο μαντρί αφού η φροντίδα των ζωντανών ποτέ δεν τελειώνει. Ήρθε το σούρουπο, οι δύο άντρες δεν είχαν σταματήσει την κουβέντα τους. Δύο φορές μόνο ζήτησαν νερό και φαγητό. Η πόρτα άνοιξε και ο Τηλέμαχος κάλεσε τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο να μπουν μέσα. Με δύο λυχνάρια στα χέρια πλησίασαν να φωτίσουν τα πρόσωπα και κάθισαν πάλι γύρω από τον Οδυσσέα, όταν άρχισε να τους μιλάει για το σχέδιό του, πως θα έπαιρνε πίσω τον κόσμο του, τον κόσμο που του έκλεψαν, το σπίτι του , την οικογένειά του, τους ανθρώπους του. Ο Οδυσσέας τους μίλησε για τον στόχο , τους μνηστήρες και πως θα τους πολεμούσε για να  σταματήσουν τις προσβολές τους. Όλη τη νύχτα κουβέντιαζαν, κανένας δεν κοιμήθηκε.

29η Οκτωβρίου 1207πΧ. Θάλασσα του Κρόνου και της Ρέας ( Ιόνιος Πόρος )

Ο Αισχύλος έγραψε ότι ο Ιόνιος Πόρος πήρε το όνομά του από την Ιώ, την όμορφη κόρη του Ίναχου και της νύμφης Μελίας, μετά από την καταδίωξη της από την Ήρα. Πριν δώσει λοιπόν τα πρώτα χρώματα της στην ημέρα και πριν ροδίσει τη γραμμή που ενώνει τη θάλασσα με τον έναστρο ουρανό, πριν τον ακουμπήσει και η γη με το ίδιο χρώμα, αναχώρησαν ο Τηλέμαχος και ο Φιλοίτιος για την πόλη. Το σχέδιο του Οδυσσέα είχε ξεκινήσει γρήγορα, όπως τότε όταν ανέβαιναν τη σκάλα στην κοιλιά του ξύλινου αλόγου του Απόλλωνα εκείνη τη νύχτα χωρίς φεγγάρι. Το βράδυ θα επέστρεφαν πάλι στο μαντρί του Εύμαιου να ξανακουβεντιάσουν το τι θα ακολουθούσε τη μεγάλη εκατόμβη μέσα στο παλάτι με τις πόρτες κλειστές. Μαζί τους ακούστηκαν δύο κοράκια που είχαν ξεκινήσει και αυτά νωρίς για την πεδιάδα να προλάβουν πριν από όλα τα άλλα, τους ανθρώπους προτού ξεκινήσουν με τα ζώα το φθινοπωρινό όργωμα και τη σπορά. « Ακούς τα κοράκια, Φιλοίτιε ; » είπε ο Τηλέμαχος. « Πετάνε…. προχωράμε μαζί, πριν χαράξει … ο Απόλλωνας είναι μαζί μας, η εκατόμβη θα τον τιμήσει όπως αξίζει στο θεό του Φωτός. Τα ακούς; Ο θεός είναι σύμφωνος και θα μας βοηθήσει ».

Όταν περνάει το άρμα του Ηλίου και φεύγει η ημέρα με το φως της, παίρνουν θέση στα τραπέζια των ανθρώπων πρώτα-πρώτα τα λαδολύχναρα με το δικό τους φως. Είναι το φως των σκιών , των συναισθημάτων, της περισυλλογής γι΄ αυτά που έφερε η μέρα , είναι η ανθρώπινη στιγμή της ηρεμίας ,της πιο καθαρής σκέψης. Γι αυτούς τους τέσσερις άντρες ήταν η στιγμή της προσήλωσης στον αιματηρό τους στόχο.

Ο Οδυσσέας τους μίλησε για τον τρόπο που ήθελε να εξοντώσουν τους μνηστήρες. Για τις προετοιμασίες, για την εκατόμβη και πως θα χαρεί ο λαός τη γιορτή του Θεού, την πρόκληση σε αγώνα, πως θα κλείσουν οι πόρτες αργότερα στο παλάτι, τα τέσσερα πρώτα του χτυπήματα, η σειρά τους και πως  θα σφάξουν τους υπόλοιπους. Πρώτος θα έπεφτε αυτός που παρέσυρε τους υπόλοιπους με τα ωραία λόγια που τους θόλωσε το μυαλό κάνοντας τους να μη σκέφτονται καθαρά και τους έφερε στο παλάτι, ο Αντίνοος. Μετά ο πιο επικίνδυνος από όλους, ο αδίστακτος πολεμιστής και γνώστης των όπλων, ο Ευρύμαχος, αυτόν που όλοι τον σκιάζονταν. Ο Αμφίνομος θα ακολουθούσε, αυτός που διαστρέβλωσε το νόμο και την τάξη στα μάτια του λαού και δεν μιλούσε κανένας να υποστηρίξει το δίκαιο. Με τη βοήθεια του Αγέλαου οδηγούσαν τους ανθρώπους με σκυφτό το κεφάλι να υπομένουν το άδικο και να ανέχονται τα πάντα πάνω από δέκα χρόνια. Αυτός θα έπεφτε μετά. Όλα αυτά καλοσχεδιασμένα και αποφασιστικά θα γίνονταν την επομένη μετά τη μεγάλη θυσία προς τιμή του Απόλλωνα.

30η Οκτωβρίου 1207πΧ. Θάλασσα του Κρόνου και της Ρέας ( Ιόνιος Πόρος )

Από το μεσημέρι έως το απόγευμα και αφού είχε τελειώσει η μεγάλη θυσία και ενώ μοιραζόταν το κρέας στο λαό, ο ήλιος χάθηκε από τον ουρανό . Οι μνηστήρες  προτίμησαν να αποφύγουν τους ψίθυρους περί κακού οιωνού για τη σκοτεινιά που στάλθηκε απ το θεό. Έτρεξαν  στο παλάτι να γλεντοκοπήσουν , σίγουροι πως κανένας δεν θα αμφισβητούσε  την ξεδιάντροπη παρουσία τους στο βιός του Οδυσσέα. Αφού μπήκε και ο τελευταίος, κλείστηκαν πίσω τους οι πόρτες και σφαλίστηκαν. Ο θόρυβος και οι φωνές του συγκεντρωμένου κόσμου στη γιορτή κάλυπταν τα ουρλιαχτά αγωνίας των μνηστήρων που έπεφταν ματωμένοι και άψυχοι από την οργή του Οδυσσέα και των ανθρώπων του.

© 10.6.2019